conk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conk | conks |
conk (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | conk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conks |
αόριστος | conked |
παθητική μετοχή | conked |
ενεργητική μετοχή | conking |
conk (en)
- (αργκό) δίνω μια μπουνιά στα μούτρα
- (προφορικό, αμερικανικό) ⊟ συνήθως στην έκφραση: conk out (παθαίνω βλάβη)
- νέα ελληνική: κόνξα (από το γ' πρόσωπο: conks)