confine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | confine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confines |
αόριστος | confined |
παθητική μετοχή | confined |
ενεργητική μετοχή | confining |
Ρήμα
[επεξεργασία]confine (en)
- κλείνω, περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε ένα χώρο
- ⮡ He spends his whole life confined in an office.
- Περνά όλη τη ζωή του κλεισμένος σε ένα γραφείο.
- ⮡ He spends his whole life confined in an office.
- θέτω κάποιον σε περιορισμό (εγκλείω, φυλακίζω)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]confine (it)