comply
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | comply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | complies |
αόριστος | complied |
παθητική μετοχή | complied |
ενεργητική μετοχή | complying |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]comply (en)
- συμμορφώνομαι, ακολουθώ κανονισμούς ή αρχές, πειθαρχώ
- ↪ they should comply with our rules - θα πρέπει να συμμορφωθούν με τους κανόνες