commotion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
commotion commotions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

commotion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ανακατωσούρα, ξαφνική θορυβώδης και μπερδεμένη δραστηριότητα ή συγκίνηση
    ⮡  I lost my glasses in the commotion.
    Στην ανακατωσούρα έχασα τα γυαλιά μου.
    ⮡  In the commotion no one noticed/I forgot to take my bag.
    Mέσα στην ανακατωσούρα δεν τον πρόσεξε κανένας/ξέχασα να πάρω την τσάντα μου.
     συνώνυμα: confusion



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

commotion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]