coin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coin coins

coin (en)

ενεστώτας coin
γ΄ ενικό ενεστώτα coins
αόριστος coined
παθητική μετοχή coined
ενεργητική μετοχή coining

coin (en)

  1. κόβω νόμισμα
  2. εφευρίσκω, επινοώ



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coin coins

coin (fr)

  1. η γωνία, η γωνιά, το μέρος
  2. η σφήνα