clerical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clerical (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]clerical (en)
- που αναφέρεται σε έναν κληρικό
- που αναφέρεται σε έναν υπάλληλο, υπαλληλικός
- a clerical mistake - ένα λάθος ενός υπαλλήλου