clavier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- clavier < clé
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clavier (fr) αρσενικό
- το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή
- το σύνολο των πλήκτρων ενός μουσικού οργάνου, πιάνου, κλπ.
- (συνεκδοχικά) το « εύρος » μιας φωνής ή ενός οργάνου
- (μεταφορικά) το σύνολο, το « εύρος » των δυνατοτήτων ενός ατόμου
- le clavier de ses sentiments - το εύρος των αισθημάτων του/της