cible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cible cibles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cible (fr) θηλυκό

  1. o στόχος
  2. η στόχευση

Συγγενικά

[επεξεργασία]