chmura

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxmura/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chmura (pl) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • drapacz chmur: ουρανοξύστης
  • czarne chmury: μαύρα σύννεφα
  • pułap chmur
  • błądzić w chmurach
  • oberwanie chmury
  • chmury gromadzą się nad kimś
  • z dużej chmury mały deszcz

Συγγενικά

[επεξεργασία]