chirurgien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chirurgien < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chirurgien. Μορφολογικάα αναλύεται σε chirurg(ie) -ien
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chirurgien | chirurgiens |
chirurgien (fr) αρσενικό (θηλυκό chirurgienne)
Πηγές
[επεξεργασία]- chirurgien - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé