chirurgien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chirurgien < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chirurgien. Μορφολογικάα αναλύεται σε chirurg(ie) -ien

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chirurgien chirurgiens

chirurgien (fr) αρσενικό (θηλυκό chirurgienne)