chef

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Chef
      ενικός         πληθυντικός  
chef chefs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chef < λατινική caput

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɛf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chef (fr) αρσενικό

  1. ο αρχηγός
  2. ο σεφ
  3. (απαρχαιωμένο) η κεφαλή
  4. (εραλδική) τιμητικό μέρος ενός οικοσήμου, στο πάνω μέρος του

Εκφράσεις

[επεξεργασία]