chef
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chef | chefs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chef (fr) αρσενικό
- ο αρχηγός
- ο σεφ
- (απαρχαιωμένο) η κεφαλή
- (εραλδική) τιμητικό μέρος ενός οικοσήμου, στο πάνω μέρος του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de son propre chef: με δική μου (του) πρωτοβουλία, αποφασίζοντας κάτι μόνος
- du chef de