chacal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chacal < ciacale < περσική μέσω πολλών άλλων γλωσσών (αγγλικής, τουρκικής, κ.α.)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chacal | chacals |
chacal (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το τσακάλι
- (μεταφορικά) o άπληστος και ωμός άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τις νίκες άλλων και ξεσπάει στους νικημένους