catholique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.tɔ.lik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
catholique catholiques

catholique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
catholique catholiques

catholique (fr) αρσενικό ή θηλυκό