caroube

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
caroube caroubes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caroube (fr) αρσενικό