caress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caress | caresses |
caress (en)
- το χάδι, ένα μαλακό άγγιγμα ή ένα φιλί για να δείξω ότι αγαπώ κάποιον
- ↪ a motherly/tender caress - μητρικό/τρυφερό χάδι
- ↪ erotic caresses - ερωτικά χάδια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | caress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caresses |
αόριστος | caressed |
παθητική μετοχή | caressed |
ενεργητική μετοχή | caressing |
caress (en)
- (μεταβατικό) χαϊδεύω, αγγίζω κάποιον ή κάτι μαλακά, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο ή με τρόπο που δείχνει αγάπη
- ↪ He caressed his wife lovingly.
- Χάιδεψε μ' αγάπη τη γυναίκα του.
- ↪ He caressed his wife lovingly.
Πηγές
[επεξεργασία]- caress (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- caress (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 958. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:caress"> , λήμμα: χαϊδεύω