carbo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]carbo αρσενικό
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη κάρβουνο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | carbo | carbonēs |
γενική | carbonis | carbonum |
δοτική | carbonī | carbonibus |
αιτιατική | carbonem | carbonēs |
κλητική | carbo | carbonēs |
αφαιρετική | carbone | carbonibus |