car
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
car | cars |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]car (en)
- (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο, το αμάξι
- ⮡ a two-seater/four-seater (car) - διθέσιο/τετραθέσιο αυτοκίνητο
- ⮡ a sports car - σπορ αυτοκίνητο
- ⮡ a race/racing car - αγωνιστικό αυτοκίνητο
- ⮡ a police car - αστυνομικό αυτοκίνητο
- ⮡ a passenger car - επιβατικό αυτοκίνητο
- ⮡ a used car - μεταχειρισμένο αυτοκίνητο
- ⮡ Athens is connected to Chalkida by car and by train.
- Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
- ≈ συνώνυμα: automobile (και αμερικανικά αγγλικά), motor car (και βρετανικά αγγλικά)
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]car (bs)
- ο τσάρος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]car (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]car (fr)
- (μέσο μεταφορών) το (υπεραστικό) λεωφορείο, το πούλμαν
Πηγές
[επεξεργασία]- car - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- car - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]car (ca)
- (αιτιολογικός) επειδή
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]car
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]car (pl) αρσενικό
- ο τσάρος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μέσα μεταφορών (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Μέσα μεταφορών (γαλλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (καταλανικά)
- Παλαιά γαλλική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (παλαιά γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)