candy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]candy (en)
- γενική ονομασία για μικρά γλυκά φτιαγμένα κυρίως από ζάχαρη, με άλλα συστατικά προστιθέμενα για διάφορες γεύσεις, καραμέλες
- μία καραμέλα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- like candy: για κάτι που δίνεται σε άλλους άφθονα, σαν να μην είχε σημασία ή αξία
- it was completely nuts at the demo, the cops were lobbing tear gas cannisters at the crowd like candy
- they are handing out development contracts like candy down there at City Hall