camp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
camp | camps |
camp (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο καταυλισμός, μέρος όπου οι άνθρωποι μένουν προσωρινά σε σκηνές ή κτίρια
- ⮡ In the mountains, we come across shepherds’ camps during the summer.
- Στα βουνά συναντούμε το καλοκαίρι καταυλισμούς τσοπάνηδων.
- ⮡ In the mountains, we come across shepherds’ camps during the summer.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατασκήνωση, μέρος όπου τα παιδιά πηγαίνουν το καλοκαίρι και παίρνουν μέρος σε αθλήματα και άλλες δραστηριότητες
- a summer camp for children - καλοκαιρινή παιδική κατασκήνωση
- ⮡ This year I’m going to camp.
- Φέτος θα πάω (σε/στην) κατασκήνωση.
- ≈ συνώνυμα: summer camp
- το στρατόπεδο, φρουρούμενη περιοχή, όπου συγκεντρώνουν άτομα στα οποία επιβάλλουν μια στρατιωτικά οργανωμένη διαβίωση
- ⮡ a concentration camp - στρατόπεδο συγκέντρωσης
- ⮡ a labor camp - στρατόπεδο εργασίας
- το στρατόπεδο, ο καταυλισμός, ελεγχόμενη περιοχή για προσωρινή διαμονή ατόμων που ανήκουν σε κάποια ειδική κατηγορία
- ⮡ a refugee camp - στρατόπεδο/καταυλισμός προσφύγων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στρατόπεδο, τόπος για την διαμονή στρατιωτών
- ⮡ Soldiers are guarding the gate of the (military) camp.
- Στρατιώτες φρουρούν την πύλη του στρατοπέδου.
- ⮡ Soldiers are guarding the gate of the (military) camp.
- το στρατόπεδο, μια ομάδα ανθρώπων που έχουν τις ίδιες ιδέες για κάτι και εναντιώνονται στους ανθρώπους με άλλες ιδέες
- ⮡ The board is divided into two camps.
- Το διοικητικό συμβούλιο χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα.
- ⮡ The board is divided into two camps.
- (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο) η φυλακή ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, χωρίς ή με στοιχειώδη περίφραξη και με προσανατολισμό την εργασία των φυλακισμένων σε σχετικά προγράμματα αποσχόλησης (από τον όρο prison camp· πλήρης ονομασία: Federal Prison Camp)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | camp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | camps |
αόριστος | camped |
παθητική μετοχή | camped |
ενεργητική μετοχή | camping |
camp (en)
- (αμετάβατο) κατασκηνώνω, κάνω κάμπιγκ
- ⮡ The climbers camped at the foot of the mountain.
- Οι ορειβάτες κατασκήνωσαν στους πρόποδες του βουνού.
- ⮡ We went camping on the beach.
- Κάναμε κάμπινγκ στην παραλία.
- ⮡ The climbers camped at the foot of the mountain.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
camp | camps |
camp (fr) αρσενικό
- ο καταυλισμός, η κατασκήνωση
- η παράταξη
- το στρατόπεδο
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]camp (ca)