camp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
camp camps

camp (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο καταυλισμός, μέρος όπου οι άνθρωποι μένουν προσωρινά σε σκηνές ή κτίρια
    ⮡  In the mountains, we come across shepherds’ camps during the summer.
    Στα βουνά συναντούμε το καλοκαίρι καταυλισμούς τσοπάνηδων.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατασκήνωση, μέρος όπου τα παιδιά πηγαίνουν το καλοκαίρι και παίρνουν μέρος σε αθλήματα και άλλες δραστηριότητες
    a summer camp for children - καλοκαιρινή παιδική κατασκήνωση
    ⮡  This year I’m going to camp.
    Φέτος θα πάω (σε/στην) κατασκήνωση.
     συνώνυμα: summer camp
  3. το στρατόπεδο, φρουρούμενη περιοχή, όπου συγκεντρώνουν άτομα στα οποία επιβάλλουν μια στρατιωτικά οργανωμένη διαβίωση
    ⮡  a concentration camp - στρατόπεδο συγκέντρωσης
    ⮡  a labor camp - στρατόπεδο εργασίας
  4. το στρατόπεδο, ο καταυλισμός, ελεγχόμενη περιοχή για προσωρινή διαμονή ατόμων που ανήκουν σε κάποια ειδική κατηγορία
    ⮡  a refugee camp - στρατόπεδο/καταυλισμός προσφύγων
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στρατόπεδο, τόπος για την διαμονή στρατιωτών
    ⮡  Soldiers are guarding the gate of the (military) camp.
    Στρατιώτες φρουρούν την πύλη του στρατοπέδου.
  6. το στρατόπεδο, μια ομάδα ανθρώπων που έχουν τις ίδιες ιδέες για κάτι και εναντιώνονται στους ανθρώπους με άλλες ιδέες
    ⮡  The board is divided into two camps.
    Το διοικητικό συμβούλιο χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα.
  7. (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο) η φυλακή ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, χωρίς ή με στοιχειώδη περίφραξη και με προσανατολισμό την εργασία των φυλακισμένων σε σχετικά προγράμματα αποσχόλησης (από τον όρο prison camp· πλήρης ονομασία: Federal Prison Camp)
     συνώνυμα: minimum(-security prison)
    → δείτε και τις λέξεις low, medium, max και supermax

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας camp
γ΄ ενικό ενεστώτα camps
αόριστος camped
παθητική μετοχή camped
ενεργητική μετοχή camping

camp (en)

  • (αμετάβατο) κατασκηνώνω, κάνω κάμπιγκ
    ⮡  The climbers camped at the foot of the mountain.
    Οι ορειβάτες κατασκήνωσαν στους πρόποδες του βουνού.
    ⮡  We went camping on the beach.
    Κάναμε κάμπινγκ στην παραλία.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
camp camps

camp (fr) αρσενικό

  1. ο καταυλισμός, η κατασκήνωση
  2. η παράταξη
  3. το στρατόπεδο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camp (ca)