call
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
call | calls |
call (en)
- (μετρήσιμο) η τηλεφωνική κλήση, το τηλεφώνημα
- ⮡ a telephone call - μια τηλεφωνική κλήση
- ⮡ short-distance/long-distance call - αστική/υπεραστική κλήση
- ⮡ The fire department received dozens of calls.
- Η πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις.
- ⮡ This phone should be used for outgoing calls.
- Αυτό το τηλέφωνο πρέπει να χρησιμοποιείται για εξερχόμενες κλήσεις.
- ⮡ international calls - τηλεφωνήματα εξωτερικού
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη telephone call
- η απόφαση
- η πρόσκληση, το κάλεσμα που απευθύνεται σε κάποιο για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια
- ⮡ He directed an open call to young people to turn out to the polls yesterday.
- Ανοιχτό κάλεσμα στους νέους να προσέλθουν στις κάλπες απηύθυνε χθες.
- ≈ συνώνυμα: invitation
- ⮡ He directed an open call to young people to turn out to the polls yesterday.
- (πληροφορική) η κλήση, η ενέργεια της εκτέλεσης υποπρογράμματος ή συνάρτησης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | call |
γ΄ ενικό ενεστώτα | calls |
αόριστος | called |
παθητική μετοχή | called |
ενεργητική μετοχή | calling |
call (en)
- (μεταβατικό) αποκαλώ, ονομάζω, φωνάζω, βγάζω, ονομάζω κάτι ή κάποιον με ένα συγκεκριμένο όνομα
- ⮡ He calls her “mom”.
- Τη φωνάζει «μαμά».
- ⮡ His name is Alcibiades but they call him Alkis.
- Τον λένε Αλκιβιάδη αλλά τον φωνάζουν Άλκη.
- ⮡ What will you call the child?
- Πώς θα το βγάλετε το παιδί;
- ⮡ He smoked a lot so they called him “chimney”.
- Κάπνιζε πολύ και τον έβγαλαν «φουγάρο».
- ⮡ How are you called? (κυριολεκτική μετάφραση, → δείτε τη φράση what is your name?)
- Πώς σε λένε;
- ≈ συνώνυμα: name
- ⮡ He calls her “mom”.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τηλεφωνώ, καλώ, παίρνω κάποιον στο τηλέφωνο
- ⮡ I called you yesterday.
- Σου τηλεφώνησα χθες.
- ⮡ He called him on the phone.
- Τον κάλεσε στο τηλέφωνο.
- ⮡ I am calling you but you don’t pick up.
- Σε παίρνω τηλέφωνο αλλά δεν το σηκώνεις.
- ⮡ For more information, call this number.
- Για περισσότερες πληροφορίες πάρτε αυτό το νούμερο.
- ⮡ I called you yesterday.
- (μεταβατικό) καλώ, ζητώ από κάποιον ή κάτι να έρθει γρήγορα σε ένα συγκεκριμένο μέρος με τηλέφωνο
- ⮡ If you feel unwell, call the doctor immediately.
- Αν αισθανθείς άσχημα, κάλεσε αμέσως το γιατρό.
- ⮡ If the noise continues, I will call the police.
- Αν συνεχιστεί ο θόρυβος, θα καλέσω την αστυνομία.
- ⮡ If you feel unwell, call the doctor immediately.
- (μεταβατικό) λέω, βγάζω, περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο· θεωρώ ότι κάποιος ή κάτι είναι κάτι
- ⮡ He called me a liar/a thief.
- Με είπε ψεύτη/κλέφτη.
- ⮡ She called him a scoundrel.
- Τον είπε αχρείο.
- ⮡ They unfairly called him a bum.
- Άδικα τον είπαν αλήτη.
- ⮡ You hear him there calling me a thief!
- Ακούς εκεί να με πει κλέφτη!
- ⮡ That is called fraud.
- Αυτό λέγεται απάτη.
- ⮡ Everything I told him, he called nonsense.
- Όσα του διηγήθηκα, τα είπε ανοησίες.
- ⮡ They called him a fraudster.
- Τον έβγαλαν απατεώνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characterize
- ⮡ He called me a liar/a thief.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καλώ, φωνάζω για να τραβήξω την προσοχή κάποιου
- ⮡ He was calling for help, but no one was listening to him.
- Καλούσε σε βοήθεια, κανείς όμως δεν τον άκουγε.
- ⮡ I heard someone calling (for) me.
- Άκουσα κάποιον να με φωνάζει.
- ⮡ He called (out) to her to stop.
- Της φώναξε να σταματήσει.
- ⮡ He was calling for help, but no one was listening to him.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καλώ, φωνάζω, κράζω, ζητώ από κάποιον να έρθει με δυνατή φωνή
- ⮡ She called for first aid.
- Κάλεσε τις πρώτες βοήθειες.
- ⮡ Call Maria for me.
- Κάλεσέ μου τη Μαρία.
- ⮡ The bells are ringing and calling the faithful to the church.
- Οι καμπάνες ηχούν και καλούν τους πιστούς στην εκκλησία.
- ⮡ Are you calling for me?
- Σ' εμένα φωνάζεις;
- ⮡ Call the children to come and eat.
- Κράξε τα παιδιά να έρθουν να φάνε.
- ⮡ She called for first aid.
- (μεταβατικό, επίσημο) καλώ, ειδοποιώ κάποιον να προσέλθει για να κάνει κάτι
- ⮡ They called him to the police station.
- Τον κάλεσαν στο αστυνομικό τμήμα.
- ⮡ He was called to Paris on business.
- Κλήθηκε στο Παρίσι για δουλειές.
- ⮡ They called him to the police station.
- (μεταβατικό) καλώ, διατάζω ή ανακοινώνω ότι κάτι θα γίνει
- ⮡ I’m calling a general meeting.
- Καλώ γενική συνέλευση.
- ⮡ I’m calling a general meeting.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- call (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- call (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 452-453, 495-497. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:call"> , λήμμα: βγάζω, κλήση, λέ(γ)ω