caca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caca (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (οικείο) (παιδική λέξη) τα κακά
  2. (κατ’ επέκταση) βρώμα, βρωμιά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • être dans le caca: τα βρίσκω σκούρα
  • faire caca : κάνω κακά

Σύνθετα

[επεξεργασία]