caca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]caca (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (οικείο) (παιδική λέξη) τα κακά
- (κατ’ επέκταση) βρώμα, βρωμιά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- être dans le caca: τα βρίσκω σκούρα
- faire caca : κάνω κακά