burning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]burning: μετοχή < ως επίθετο και ουσιαστικοποιημένη μετοχή
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]burning (en)
- φλεγόμενος, που καίγεται
- ⮡ Two people have been trapped inside the burning building.
- Δύο άνθρωποι έχουν παγιδευτεί στο φλεγόμενο κτίριο.
- ⮡ Two people have been trapped inside the burning building.
- (μεταφορικά) διακαής, φλογερός
- ⮡ His burning desire was to return home.
- Η διακαής του επιθυμία ήταν να επιστρέψει σπίτι.
- ⮡ His burning desire was to return home.
- καυτός
- (μεταφορικά) φλέγων
- ⮡ burning question - φλέγον ερώτημα
Μετοχή
[επεξεργασία]burning (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]burning (en)