broken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | broken |
συγκριτικός | more broken |
υπερθετικός | most broken |
Επίθετο
[επεξεργασία]broken (en)
- σπασμένος, που έχει σπάσει
- ↪ broken glasses/eggs - σπασμένα ποτήρια/αυγά
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σπαστός, σπασμένος, για γλώσσα
- ↪ He was speaking broken Greek.
- Μιλούσε σπαστά ελληνικά.
- ↪ I have lived in the US for some years, but I still speak broken English .
- Έμεινα μερικά χρόνια στις ΗΠΑ, αλλά τα αγγλικά τα μιλάω ακόμα σπασμένα.
- ↪ He was speaking broken Greek.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]broken (en)