bric

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bric (fr)

  1. κυρίως στην έκφραση de bric et de broc

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bric brics

bric (fr) αρσενικό

  1. κορυφή των Άλπεων