brasserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brasserie (en)



      ενικός         πληθυντικός  
brasserie brasseries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brasserie (fr) θηλυκό

  1. η μπυραρία, το ζυθεστιατόριο
  2. το ζυθοποιείο