boxe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
boxe boxes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boxe (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boxe (pt) αρσενικό

  1. το μποξ, η πυγμαχία