bouquet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bouquet (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bouquet | bouquets |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bouquet (fr) αρσενικό
- το μπουκέτο, το μάτσο, η δέσμη, η ανθοδέσμη
- η δενδροστοιχία
- το άρωμα, η οσμή ενός κρασιού ή ενός λικέρ
- ↪ le bouquet du vin - το άρωμα του κρασιού
- το τελικό σύνολο βεγγαλικών που κλείνει ένα πυροτέχνημα
- un bouquet final
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bouquet (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- bouquet garni: ματσάκι από δάφνη, θυμάρι και μαΪντανό
- c'est le bouquet ! το άκρον άωτον
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bouquet (it)