bog down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας bog down
γ΄ ενικό ενεστώτα bogs down
αόριστος bogged down
παθητική μετοχή bogged down
ενεργητική μετοχή bogging down

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bog down < → δείτε τις λέξεις bog και down

bog down (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)

  1. βαλτώνω, κάνω κάτι να πάθει καθίζηση σε λάσπη ή βρεγμένο έδαφος
    ⮡  The car was bogged down in the mud.
    Το αυτοκίνητο βάλτωσε στη λάσπη.
  2. κολλάω, τελματώνω, βαλτώνω, εμποδίζω κάποιον να κάνει πρόοδο σε μια δραστηριότητα
    ⮡  Don’t get bogged down by the details!
    Μην κολλάς σε λεπτομέρειες!
    ⮡  The negotiations got bogged down.
    Οι διαπραγματεύσεις τελμάτωσαν/βάλτωσαν.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • bog down - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 155, 460, 873. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:bog_down"> , λήμμα: βαλτώνω, κολλώ, τελματώνω