bit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bit | bits |
bit (en)
- (a bit, μόνο ενικός, χρησιμοποιείται ως επίρρημα) λίγο, κομμάτι
- ⮡ He’s a bit better today.
- Είναι λίγο/κομμάτι καλύτερα σήμερα.
- ⮡ He’s a bit better today.
- (a bit, μόνο ενικός) λίγο, κομμάτι, μικρό χρονικό διάστημα ή απόσταση
- ⮡ He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- Έχασε την ισορροπία του, ταλαντεύτηκε λίγο και μετά έπεσε κάτω.
- ⮡ I wanted to walk a bit and that's why I came on foot.
- Ήθελα να περπατήσω κομμάτι και γι' αυτό ήρθα με τα πόδια.
- ⮡ He lost his balance, swayed a bit and then fell down.
- το κομματάκι, μικρό κομμάτι, μικρή ποσότητα
- ⮡ a bit of cheese - κομματάκι τυρί
- το κομμάτι, το μέρος, το τμήμα από κάτι μεγαλύτερο
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο) αρκετά, αρκετός, μεγάλη ποσότητα
- ⮡ I’m quite a bit optimistic.
- Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
- ⮡ We spent a fair bit of money.
- Ξοδέψαμε αρκετά χρήματα.
- ⮡ I’m quite a bit optimistic.
- (μαθηματικά, πληροφορική, συντόμευση του binary digit) το μπιτ, το δυφίο, δυφιακός, δυφιακά
- ⮡ bit error - δυφιακό σφάλμα
- ⮡ bit rate - δυφιακός ρυθμός
- ⮡ bit interval - δυφιακό διάστημα
- ⮡ bit signal - δυφιακό σήμα
- ⮡ bit structured - δυφιακά δομημένος
- ⮡ bit mapped - δυφιακά απεικονιζόμενος
- η στομίδα χαλιναριού
- το τρυπάνι
- ⮡ (drill) bits with a cylindrical shank - τρυπάνια με κυλινδρικό στέλεχος
- ⮡ a five millimeter bit - ένα τρυπάνι πέντε χιλιοστών
- → δείτε τη λέξη drill
- το κέρμα μικρής αξίας
Σύνθετα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bits |
αόριστος | bitted |
παθητική μετοχή | bitted |
ενεργητική μετοχή | bitting |
bit (en)
- περνώ χαλινάρι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bit (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bit | bits |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bit (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) το δυαδικό ψηφίο, μπιτ
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bit (tr)
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του bit
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | bit | bitler |
αιτιατική | biti | bitleri |
δοτική | bite | bitlere |
τοπική | bitte | bitlerde |
αφαιρετική | bitten | bitlerden |
γενική | bitin | bitlerin |
κτητικές μορφές του bit
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | bitim | bitlerim |
... σου | bitin | bitlerin |
... του | biti | bitleri |
... μας | bitimiz | bitlerimiz |
... σας | bitiniz | bitleriniz |
... τους | bitleri | bitleri |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | bitimi | bitlerimi |
... σου | bitini | bitlerini |
... του | bitini | bitlerini |
... μας | bitimizi | bitlerimizi |
... σας | bitinizi | bitlerinizi |
... τους | bitlerini | bitlerini |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | bitime | bitlerime |
... σου | bitine | bitlerine |
... του | bitine | bitlerine |
... μας | bitimize | bitlerimize |
... σας | bitinize | bitlerinize |
... τους | bitlerine | bitlerine |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | bitimde | bitlerimde |
... σου | bitinde | bitlerinde |
... του | bitinde | bitlerinde |
... μας | bitimizde | bitlerimizde |
... σας | bitinizde | bitlerinizde |
... τους | bitlerinde | bitlerinde |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | bitimden | bitlerimden |
... σου | bitinden | bitlerinden |
... του | bitinden | bitlerinden |
... μας | bitimizden | bitlerimizden |
... σας | bitinizden | bitlerinizden |
... τους | bitlerinden | bitlerinden |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | bitimin | bitlerimin |
... σου | bitinin | bitlerinin |
... του | bitinin | bitlerinin |
... μας | bitimizin | bitlerimizin |
... σας | bitinizin | bitlerinizin |
... τους | bitlerinin | bitlerinin |
κλίση του bit (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | bitim | bitlerim* |
είσαι | bitsin | bitlersin* |
είναι | bit / bittir | bitler* / bitlerdir* |
είμαστε | bitiz | bitleriz |
είστε | bitsiniz | bitlersiniz |
είναι | bitler | bitlerdir |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | bittim | bitlerdim* |
ήσουν | bittin | bitlerdin* |
ήταν | bitti | bitlerdi* |
ήμασταν | bittik | bitlerdik |
ήσασταν | bittiniz | bitlerdiniz |
ήταν | bitti(ler) | bitlerdi |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | bitmişim | bitlermişim* |
ήσουν | bitmişsin | bitlermişsin* |
ήταν | bitmiş | bitlermiş* |
ήμασταν | bitmişiz | bitlermişiz |
ήσασταν | bitmişsiniz | bitlermişsiniz |
ήταν | bitmiş(ler) | bitlermiş |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρηματικοί τύποι (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Πληροφορική (γαλλικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Έντομα (τουρκικά)
- Ζώα (τουρκικά)