between
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]between (en) (χωρίς παραθετικά)
- άλλη μορφή του in between
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]between (en)
- ανάμεσα από/σε, στον χώρο που χωρίζει δύο ή περισσότερα σημεία, αντικείμενα, ανθρώπους κτλ.
- ⮡ It slipped between my fingers.
- Μου γλίστρισε ανάμεσα από τα δάχτυλα μου.
- ⮡ His hand got jammed between the two boxes.
- Το χέρι του πιάστηκε ανάμεσα στα δυο κιβώτια.
- ⮡ It slipped between my fingers.
- μεταξύ, που μοιράζονται δύο ή περισσότερα άτομα ή πράγματα
- ⮡ between us (=confidentially) - μεταξύ μας (=εμπιστευτικώς)
- ⮡ There’s no difference between the, they’re the same.
- Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους, είναι ίδιοι.
Πηγές
[επεξεργασία]- between (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- between (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 51. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:between"> , λήμμα: ανάμεσα