between

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

between (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

between (en)

  1. ανάμεσα από/σε, στον χώρο που χωρίζει δύο ή περισσότερα σημεία, αντικείμενα, ανθρώπους κτλ.
    ⮡  It slipped between my fingers.
    Μου γλίστρισε ανάμεσα από τα δάχτυλα μου.
    ⮡  His hand got jammed between the two boxes.
    Το χέρι του πιάστηκε ανάμεσα στα δυο κιβώτια.
  2. μεταξύ, που μοιράζονται δύο ή περισσότερα άτομα ή πράγματα
    ⮡  between us (=confidentially) - μεταξύ μας (=εμπιστευτικώς)
    ⮡  There’s no difference between the, they’re the same.
    Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους, είναι ίδιοι.