bay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bay bays
Κουτί υπολογιστή (case) με τρεις εσοχές (bays)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bay (en)

  1. (γεωγραφία) ο κόλπος, ο όρμος
    Phaleron Bay - ο Κόλπος του Φαλήρου
  2. ντορής (άλογο)
  3. κλίτος
  4. διαμέρισμα, εσοχή
  5. (υλικό υπολογιστή) θάλαμος, φάτνωμα, διαμέρισμα, εσοχή ο χώρος στο κουτί (case) προσωπικού υπολογιστή (PC) όπου τοποθετείται συσκευή υλισμικού (hardware), όπως σκληρός (πχ. CD-ROM), οπτικός δίσκος, κλπ. [1]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Bay. Πρόσβαση 2021-05-08.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 461. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:bay"> , λήμμα: κόλπος