basgitaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | basgitaro | basgitaroj |
αιτιατική | basgitaron | basgitarojn |
basgitaro (eo)
- (μουσικό όργανο) το μπάσο