barbecue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barbecue (en)

  1. η ψησταριά
  2. το μπάρμπεκιου, το γεύμα όπου καλεί κανείς φίλους για να ψήσουν και να φάνε όλοι μαζί



      ενικός         πληθυντικός  
barbecue barbecues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barbecue (fr) αρσενικό