banan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banan (da)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banan (pl) αρσενικό
banan (da)
banan (pl) αρσενικό