bana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bana < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰢𐰭𐰀 (maŋa, με)
Προφορά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]bana
- ben, στην δοτική του ενικού
- bana bak! - κοίτα με!
- bana biraz para verdi. - μου έδωσε κάποια χρήματα.
- o gazeteyi bana ver! - δώσε μου εκείνη την εφημερίδα!
Κλίση
[επεξεργασία]Προσωπικές αντωνυμίες | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
Πτώση | Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο |
ονομαστική | ben | sen | o |
αιτιατική | beni | seni | onu |
δοτική | bana | sana | ona |
τοπική | bende | sende | onda |
αφαιρετική | benden | senden | ondan |
κτητική | benim | senin | onun |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | biz | siz | onlar |
αιτιατική | bizi | sizi | onları |
δοτική | bize | size | onlara |
τοπική | bizde | sizde | onlarda |
αφαιρετική | bizden | sizden | onlardan |
κτητική | bizim | sizin | onların |