baklava

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baklava (en)



      ενικός         πληθυντικός  
baklava baklavas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baklava (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baklava (it)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
baklava < πρωτοτουρκική .

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɑkɫɑˈvɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: bak‐la‐va

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baklava (tr)

Σύνθετα

[επεξεργασία]