bénéfique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bénéfique < λατινική beneficus

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bénéfique bénéfiques

bénéfique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]