ay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ay < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آی (ay) < πρωτοτουρκική *āń(k)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ay (tr)
- η σελήνη
- (στην καθομιλουμένη) η ημισέληνος στις σημαίες
- ο μήνας