avance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
avance | avances |
avance (fr) θηλυκό
- το προβάδισμα
- (οικονομία) η προκαταβολή, η μπροστάντζα
- (τεχνολογία) η αβάνς
- η πρόοδος
- η επέλαση