avance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
avance avances

avance (fr) θηλυκό

  1. το προβάδισμα
  2. (οικονομία) η προκαταβολή, η μπροστάντζα
  3. (τεχνολογία) η αβάνς
  4. η πρόοδος
  5. η επέλαση