auxiliary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔːkˈsɪljəɹi/ < (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ɔɡˈzɪljəɹi/ < (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: au‐xil‐ia‐ry

Επίθετο

[επεξεργασία]

auxiliary (en)

  1. βοηθητικός
    ⮡  Our main power source has been disabled. We need to switch to auxiliary power.
    Η κύρια πηγή τροφοδοσίας μας έχει απενεργοποιηθεί. Πρέπει να στραφούμε σε βοηθητική ισχύ.
    συντομογραφία: aux, AUX
  2. (γραμματική) βοηθητικό ρήμα
    → δείτε τον όρο auxiliary verb

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]