autorité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

autorité < παλαιά γαλλική auctorité

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.tɔ.ʁi.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
autorité autorités

autorité (fr) θηλυκό

  1. η εξουσία, η αρχή
  2. το κύρος