audacia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]audacia (la)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | audacia | audaciae |
γενική | audaciae | audaciārum |
δοτική | audaciae | audaciīs |
αιτιατική | audaciam | audaciās |
κλητική | audacia | audaciae |
αφαιρετική | audaciā | audaciīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- audacia - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.