at the same time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]at the same time (en)
- (ιδιωματισμός) ταυτόχρονα
- ⮡ He’s doing two jobs at the same time.
- Κάνει δύο δουλειές ταυτόχρονα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη simultaneously
- ⮡ He’s doing two jobs at the same time.