assurance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
assurance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική assuraunce < παλαιά γαλλική asseurance. Συγχρονικά αναλύεται σε assur(e) -ance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈʃʊəɹəns/ & /əˈʃɔːɹəns/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: as‐sur‐ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
assurance assurances

assurance (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
assurance assurances

assurance (fr) θηλυκό

  1. η ασφάλεια
  2. η [{εξασφάλιση]]
  3. θηλυκό, μόνο στον ενικό η αυτοπεποίθηση, η σιγουριά

Συγγενικά

[επεξεργασία]