apprehension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apprehension (en)

  1. αντίληψη, κατανόηση
  2. προσδοκία (συνήθως με αρνητική χροιά)