animus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]animus (en)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]animus (eo)
- υποθετική του ρήματος animi
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- animus < πρωτοϊταλική *anamos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁mos < *h₂enh₁- (αναπνοή) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ἄνεμος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]animus (la) αρσενικό
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | animus | animī |
γενική | animī | animōrum |
δοτική | animō | animīs |
αιτιατική | animum | animōs |
κλητική | anime | animī |
αφαιρετική | animō | animīs |