anglo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anglo | angloj |
αιτιατική | anglon | anglojn |
anglo (eo)
- η γωνία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anglo | angloj |
αιτιατική | anglon | anglojn |
anglo (eo)