amplify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

amplify (en)

  1. κάνω πιο έντονο, πιο δυνατό, ενισχύω
  2. επεκτείνω (μια εξήγηση, μια περιγραφή)