alone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός alone
συγκριτικός more alone
υπερθετικός most alone

alone (en)

  1. μόνος του, χωρίς άλλους ανθρώπους
    They were alone in the forest.
    Ήταν μόνοι τους στο δάσος.
    -“I failed!” -“You are not alone!”
    -«Απότυχα!» -«Δεν είσαι ο μόνος
  2. μόνος και δυστυχισμένος ή χωρίς φίλους
    She is alone with her thoughts/grief.
    Είναι μόνη με τις σκέψεις/τη λύπη της.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

alone (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μόνο, μόνος μου, μοναχός, χωρίς συντροφιά, χωρίς άλλους ανθρώπους
    John came alone; no one else.
    Μόνο ο Γιάννης ήρθε· κανείς άλλος.
    He was sitting alone.
    Καθόταν μόνος του.
    He lives alone.
    Ζει μόνος του/μοναχός του.
    Leave me alone/leave us alone for a moment.
    Άφησέ με μόνο/Άφησέ μας μόνους μια στιγμή.
  2. μόνος του, μοναχός, χωρίς τη βοήθεια άλλων ανθρώπων ή πραγμάτων
    He works alone. He has his own work.
    Δουλεύει μόνος του. Έχει δική του δουλεία.
    If you are scared, I will go at it alone.
    Αν εσείς φοβάστε, θα προχωρήσω μόνος μου.
    I will make it alone.
    Θα το φτιάξω μοναχός (μου).
  3. μόνος μου, η μοναξιά, μόνος και δυστυχισμένος ή χωρίς φίλους
    She went to the dance alone.
    Πήγε στο χορό μόνη της.
    I feel alone.
    Νιώθω μόνος/μοναξιά.
  4. μόνος μου, μόνο, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικό ή αντωνυμία για να δηλώσει ότι το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρεται είναι το μόνο
    He alone killed two lions.
    Σκότωσε δυο λιοντάρια εντελώς μόνος του.
    This concerns me alone and no one else.
    Aυτό αφορά μόνο εμένα και κανέναν άλλον.
    You alone can help me.
    Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
  5. μόνο, αποκλειστικά, χρησιμοποιείται μετά από ουσιαστικό ή αντωνυμία για να τονίσει ένα συγκεκριμένο πράγμα
    The price includes breakfast alone, nothing else.
    Στην τιμή περιλαμβάνεται μόνο το πρωινό, τίποτε άλλο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]