allergie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allergie | allergies |
allergie (fr) θηλυκό
- η αλλεργία
Δείτε επίσης : Allergie |
ενικός | πληθυντικός |
allergie | allergies |
allergie (fr) θηλυκό