allergie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Allergie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
allergie < γερμανική Allergie

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
allergie allergies

allergie (fr) θηλυκό